- Τιμαρέτη
- Αρχαία Ελληνίδα ζωγράφος, που άκμασε γύρω στο 450 π.Χ. Άλλοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι έζησε τον 3o αι. π.Χ. Φιλοτέχνησε πίνακες αρχαϊκού ρυθμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τιμαρέτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμαρέτα — Τιμαρέτᾱ , Τιμαρέτη fem nom/voc/acc dual Τιμαρέτᾱ , Τιμαρέτη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
Τιμαρέταν — Τιμαρέτᾱν , Τιμαρέτη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)